υπερασπίζω

υπερασπίζω
ὑπερασπίζω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. υπερασπίζομαι Ν
προστατεύω κάποιον ή κάτι, είμαι υπέρμαχος κάποιου (α. «υπερασπίζουμε τα εθνικά μας συμφέροντα» β. «ἀποστολικῶν δόξας ὑπερασπίζειν δογμάτων», Θεοδώρ.)
νεοελλ.
(νομ.) ενεργώ ως συνήγορος, συνηγορώ υπέρ κάποιου («τόν υπερασπίζει ικανός δικηγόρος»)
αρχ.
1. προστατεύω, καλύπτω κάποιον με την ασπίδα μου
2. υψώνω προστατευτικά κάτι πάνω από κάποιον («θεὸς ὑπερασπιεῑ τὴν χεῑρα αὐτοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀσπίζω «προστατεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερασπίζω — υπερασπίζω, υπεράσπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. υπερασπίζομαι Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑπερασπίζω — cover with a shield pres subj act 1st sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερασπίζω — υπεράσπισα, υπερασπίστηκα, υπερασπισμένος 1. μτβ., προστατεύω κάποιον με την ασπίδα μου (με τα όπλα μου), προασπίζω, υποστηρίζω, προστατεύω: Υπερασπίζει τα συμφέροντά του. 2. (νομ.), συνηγορώ για κάποιον στο δικαστήριο: Τον υπερασπίζει ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερασπίζῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield pres subj mp 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres ind mp 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπίσει — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg (epic) ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπίσῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιεῖ — ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιζομένων — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp fem gen pl ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιζόμενον — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp masc acc sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιζόντων — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part act masc/neut gen pl ὑπερασπίζω cover with a shield pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”